Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
View word page
δια-σποδέω
διασποδέωcontr.vb fuck hard, banga womanAr.

ShortDef

subigitare

Debugging

Headword:
διασποδέω
Headword (normalized):
διασποδέω
Headword (normalized/stripped):
διασποδεω
IDX:
9072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9073
Key:
διασποδέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-σποδέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>σποδέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>fuck hard, bang</Tr><Obj>a woman<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διασποδέω'}