Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασμήχω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
View word page
δια-σπλεκόομαι
δια-σπλεκόομαιpass.contr.vb fig., of an old womanbe shagged to piecesw.connot. of being worn outw.prep.phr.by thirteen thousand yearsAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασπλεκόομαι
Headword (normalized):
διασπλεκόομαι
Headword (normalized/stripped):
διασπλεκοομαι
IDX:
9071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9072
Key:
διασπλεκόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-σπλεκόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σπλεκόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of an old woman</Indic><Tr>be shagged to pieces<Expl>w.connot. of being worn out</Expl></Tr><PrPhr><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>by thirteen thousand years<Au>Ar.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>', 'key': 'διασπλεκόομαι'}