Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασμᾱ́ω
διασμήχω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
View word page
δια-σπεύδω
δια-σπεύδωvb make an urgent appealfor sthg.Plb.w. πρός + acc.to someonew.acc. + inf.for sthg. to be donePlb.

ShortDef

work zealously

Debugging

Headword:
διασπεύδω
Headword (normalized):
διασπεύδω
Headword (normalized/stripped):
διασπευδω
IDX:
9070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9071
Key:
διασπεύδω

Data

{'headword_display': '<b>δια-σπεύδω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σπεύδω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>make an urgent appeal<Expl>for sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au><PrPhr><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>to someone<Expl><GLbl>w.acc. + inf.</GLbl>for sthg. to be done</Expl><Au>Plb.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>', 'key': 'διασπεύδω'}