Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμᾱ́ω
διασμήχω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
View word page
διάσπασμα
διάσπασμαατοςnδιασπάω gapin a military formationPlu. breakin one's line of sightPlu.

ShortDef

a gap

Debugging

Headword:
διάσπασμα
Headword (normalized):
διάσπασμα
Headword (normalized/stripped):
διασπασμα
IDX:
9066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9067
Key:
διάσπασμα

Data

{'headword_display': '<b>διάσπασμα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>διάσπασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διασπάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>gap<Expl>in a military formation</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>break<Expl>in one's line of sight</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'διάσπασμα'}