Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμᾱ́ω
διασμήχω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
View word page
διασπαρακτός
διασπαρακτόςόνadjδιασπαράσσω of a bodytorn to piecesE.

ShortDef

torn to pieces

Debugging

Headword:
διασπαρακτός
Headword (normalized):
διασπαρακτός
Headword (normalized/stripped):
διασπαρακτος
IDX:
9064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9065
Key:
διασπαρακτός

Data

{'headword_display': '<b>διασπαρακτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διασπαρακτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διασπαράσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a body</Indic><Tr>torn to pieces</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διασπαρακτός'}