Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάσκεψις
διασκηνέω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμᾱ́ω
διασμήχω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
View word page
δια-σοφίζομαι
δια-σοφίζομαιmid.vb pejor.be very smartsubtleAr.

ShortDef

to quibble like a sophist

Debugging

Headword:
διασοφίζομαι
Headword (normalized):
διασοφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διασοφιζομαι
IDX:
9062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9063
Key:
διασοφίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-σοφίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σοφίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>pejor.</Indic><Tr>be very smart<or/>subtle</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διασοφίζομαι'}