Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασκευάζω
διασκευή
διασκευωρέομαι
διάσκεψις
διασκηνέω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμᾱ́ω
διασμήχω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
View word page
δια-σκώπτω
δια-σκώπτωvb pass.of thingsbe said in jestX.

ShortDef

jest upon, mid. to jest one with another, pass jokes to and fro

Debugging

Headword:
διασκώπτω
Headword (normalized):
διασκώπτω
Headword (normalized/stripped):
διασκωπτω
IDX:
9059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9060
Key:
διασκώπτω

Data

{'headword_display': '<b>δια-σκώπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σκώπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of things</Indic><Def>be said in jest</Def><Au>X.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διασκώπτω'}