Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασκάπτω
διασκαρῑφάομαι
διασκεδάννῡμι
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευή
διασκευωρέομαι
διάσκεψις
διασκηνέω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμᾱ́ω
διασμήχω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
View word page
δια-σκιρτάω
δια-σκιρτάωcontr.vb of horsesprance aboutPlu.

ShortDef

to leap about

Debugging

Headword:
διασκιρτάω
Headword (normalized):
διασκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
διασκιρταω
IDX:
9055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9056
Key:
διασκιρτάω

Data

{'headword_display': '<b>δια-σκιρτάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σκιρτάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of horses</Indic><Tr>prance about</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διασκιρτάω'}