Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασκαίρω
διασκανδῑκίζω
διασκάπτω
διασκαρῑφάομαι
διασκεδάννῡμι
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευή
διασκευωρέομαι
διάσκεψις
διασκηνέω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμᾱ́ω
διασμήχω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
View word page
δια-σκηνέω
δια-σκηνέωalsoδιασκηνόωcontr.vbneut.impers. vbl.adj.
διασκηνητέον
of troopsbe billeted in separate placesopp. in a single campX. go to one's quartersafter a mealX.

ShortDef

separate and retire each to his billet

Debugging

Headword:
διασκηνέω
Headword (normalized):
διασκηνέω
Headword (normalized/stripped):
διασκηνεω
IDX:
9053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9054
Key:
διασκηνέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-σκηνέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-σκηνέω<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>διασκηνόω</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>neut.impers. vbl.adj.</Lbl><Form>διασκηνητέον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of troops</Indic><Tr>be billeted in separate places<Expl>opp. in a single camp</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> <vS1><Tr>go to one's quarters<Expl>after a meal</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διασκηνέω'}