Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασιωπάω
διασκαίρω
διασκανδῑκίζω
διασκάπτω
διασκαρῑφάομαι
διασκεδάννῡμι
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευή
διασκευωρέομαι
διάσκεψις
διασκηνέω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμᾱ́ω
διασμήχω
διασοφίζομαι
View word page
διάσκεψις
διάσκεψιςεωςfδιασκέπτομαι investigation, examinationof a topicPl.deliberationby an administrative bodyPlu.

ShortDef

inspection, examination

Debugging

Headword:
διάσκεψις
Headword (normalized):
διάσκεψις
Headword (normalized/stripped):
διασκεψις
IDX:
9052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9053
Key:
διάσκεψις

Data

{'headword_display': '<b>διάσκεψις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάσκεψις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διασκέπτομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>investigation, examination<Expl>of a topic</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Tr>deliberation<Expl>by an administrative body</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάσκεψις'}