Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασίζω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκανδῑκίζω
διασκάπτω
διασκαρῑφάομαι
διασκεδάννῡμι
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευή
διασκευωρέομαι
διάσκεψις
διασκηνέω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμᾱ́ω
διασμήχω
View word page
δια-σκευωρέομαι
δια-σκευωρέομαιmid.contr.vb of new rulersreorganisea cityPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασκευωρέομαι
Headword (normalized):
διασκευωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
διασκευωρεομαι
IDX:
9051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9052
Key:
διασκευωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-σκευωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σκευωρέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of new rulers</Indic><Tr>reorganise</Tr><Obj>a city<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διασκευωρέομαι'}