Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασείω
διασέσηρα
διασεύομαι
διασημαίνω
διάσημος
Δῑάσια
διασίζω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκανδῑκίζω
διασκάπτω
διασκαρῑφάομαι
διασκεδάννῡμι
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευή
διασκευωρέομαι
διάσκεψις
διασκηνέω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
View word page
δια-σκάπτω
δια-σκάπτωvb dig throughbreachwallsLys. Plu.make a breachw.gen.in a wallPlu. dig a channel acrossthe IsthmosPlu. dig open, excavatea gravePlu.

ShortDef

to dig through

Debugging

Headword:
διασκάπτω
Headword (normalized):
διασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
διασκαπτω
IDX:
9045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9046
Key:
διασκάπτω

Data

{'headword_display': '<b>δια-σκάπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σκάπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>dig through</Def><Tr>breach</Tr><Obj>walls<Au>Lys. Plu.</Au></Obj><vS2><Tr>make a breach</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>in a wall<Au>Plu.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> <vS1><Tr>dig a channel across</Tr><Obj>the Isthmos<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>dig open, excavate</Tr><Obj>a grave<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διασκάπτω'}