Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
διασαίνω
διασαλακωνίζω
διασαλεύω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διάσειστος
διασείω
διασέσηρα
διασεύομαι
διασημαίνω
διάσημος
Δῑάσια
διασίζω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκανδῑκίζω
View word page
διάσειστος
διάσειστοςονadjδιασείω of knucklebonesshakenfor shakingby gamblersAeschin.

ShortDef

shaken about

Debugging

Headword:
διάσειστος
Headword (normalized):
διάσειστος
Headword (normalized/stripped):
διασειστος
IDX:
9034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9035
Key:
διάσειστος

Data

{'headword_display': '<b>διάσειστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διάσειστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διασείω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of knucklebones</Indic><Tr>shaken<or/>for shaking<Expl>by gamblers</Expl></Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διάσειστος'}