Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
διασαίνω
διασαλακωνίζω
διασαλεύω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διάσειστος
διασείω
διασέσηρα
διασεύομαι
διασημαίνω
διάσημος
Δῑάσια
διασίζω
View word page
δια-σαλεύω
δια-σαλεύωvb of defenders, w. catapults; of a stormshake, destabilisesiege-worksPlb.

ShortDef

to shake violently: to reduce to anarchy

Debugging

Headword:
διασαλεύω
Headword (normalized):
διασαλεύω
Headword (normalized/stripped):
διασαλευω
IDX:
9031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9032
Key:
διασαλεύω

Data

{'headword_display': '<b>δια-σαλεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σαλεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of defenders, w. catapults; of a storm</Indic><Tr>shake, destabilise</Tr><Obj>siege-works<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διασαλεύω'}