Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
διασαίνω
διασαλακωνίζω
διασαλεύω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διάσειστος
διασείω
διασέσηρα
διασεύομαι
διασημαίνω
διάσημος
Δῑάσια
View word page
δια-σαλακωνίζω
δια-σαλακωνίζωvb walk in a pretentious mannerswagger, strutAr.

ShortDef

prance, move snobbishly, pretentiously

Debugging

Headword:
διασαλακωνίζω
Headword (normalized):
διασαλακωνίζω
Headword (normalized/stripped):
διασαλακωνιζω
IDX:
9030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9031
Key:
διασαλακωνίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-σαλακωνίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σαλακωνίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>walk in a pretentious manner</Def><Tr>swagger, strut</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διασαλακωνίζω'}