Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
διασαίνω
διασαλακωνίζω
διασαλεύω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διάσειστος
διασείω
διασέσηρα
διασεύομαι
View word page
δι-αρταμέω
δι-αρταμέωcontr.vb of an eagletear apart, manglethe tatters of a bodyi.e. tear it to shredsA.

ShortDef

to cut limb from limb

Debugging

Headword:
διαρταμέω
Headword (normalized):
διαρταμέω
Headword (normalized/stripped):
διαρταμεω
IDX:
9027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9028
Key:
διαρταμέω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αρταμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-αρταμέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of an eagle</Indic><Tr>tear apart, mangle</Tr><Obj>the tatters of a body<Expl>i.e. tear it to shreds</Expl><Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαρταμέω'}