Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
διασαίνω
διασαλακωνίζω
διασαλεύω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διάσειστος
διασείω
διασέσηρα
View word page
δίαρσις
δίαρσιςεωςfδιαίρω raisingof swords, to deliver downward-slashing strokesPlb.

ShortDef

raising up

Debugging

Headword:
δίαρσις
Headword (normalized):
δίαρσις
Headword (normalized/stripped):
διαρσις
IDX:
9026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9027
Key:
δίαρσις

Data

{'headword_display': '<b>δίαρσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δίαρσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαίρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>raising<Expl>of swords, to deliver downward-slashing strokes</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δίαρσις'}