Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
διασαίνω
διασαλακωνίζω
διασαλεύω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διάσειστος
διασείω
View word page
διαρρώξ
διαρρώξῶγοςmasc.fem.adjδιαρρήγνῡμι of a cleft in a rock-facebroken openw.dat.by the constant force of wavesE.

ShortDef

rent asunder

Debugging

Headword:
διαρρώξ
Headword (normalized):
διαρρώξ
Headword (normalized/stripped):
διαρρωξ
IDX:
9025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9026
Key:
διαρρώξ

Data

{'headword_display': '<b>διαρρώξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαρρώξ</HL><Infl>ῶγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>διαρρήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cleft in a rock-face</Indic><Tr>broken open<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by the constant force of waves</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαρρώξ'}