Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
διασαίνω
διασαλακωνίζω
διασαλεύω
διασαφέω
διασαφηνίζω
View word page
δια-ρροιζέω
δια-ρροιζέωcontr.vbῥοιζέω of an arrowgo whizzing throughw.gen.a person's chestS.

ShortDef

to whizz through

Debugging

Headword:
διαρροιζέω
Headword (normalized):
διαρροιζέω
Headword (normalized/stripped):
διαρροιζεω
IDX:
9023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9024
Key:
διαρροιζέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-ρροιζέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-ρροιζέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ῥοιζέω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of an arrow</Indic><Tr>go whizzing through</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>a person's chest<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'διαρροιζέω'}