Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρρήγνῡμι
διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
διασαίνω
διασαλακωνίζω
διασαλεύω
διασαφέω
View word page
διάρροια
διάρροιαᾱςfδιαρρέω diarrhoeaTh. Pl. Plu.

ShortDef

diarrhoea

Debugging

Headword:
διάρροια
Headword (normalized):
διάρροια
Headword (normalized/stripped):
διαρροια
IDX:
9022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9023
Key:
διάρροια

Data

{'headword_display': '<b>διάρροια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάρροια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαρρέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>diarrhoea</Tr><Au>Th. Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάρροια'}