Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνῡμι
διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
διασαίνω
διασαλακωνίζω
View word page
διαρροή
διαρροήῆςfδιαρρέω channelw.gen.for breath, ref. to the windpipeE.

ShortDef

that through which something flows, a pipe

Debugging

Headword:
διαρροή
Headword (normalized):
διαρροή
Headword (normalized/stripped):
διαρροη
IDX:
9020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9021
Key:
διαρροή

Data

{'headword_display': '<b>διαρροή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαρροή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαρρέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>channel<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>for breath, ref. to the windpipe</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαρροή'}