Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρπάζω
διαρραίνομαι
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνῡμι
διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταμέω
διαρτάω
View word page
διαρριφᾱ́
διαρριφᾱ́ᾶςdial.f flinging aboutw.gen.of hands and feet, in a dancePratin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαρριφᾱ́
Headword (normalized):
διαρριφᾱ́
Headword (normalized/stripped):
διαρριφα
IDX:
9018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9019
Key:
διαρριφᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>διαρριφᾱ́</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαρριφᾱ́</HL><Infl>ᾶς</Infl><PS>dial.f</PS></HG> <nS1><Tr>flinging about<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of hands and feet, in a dance</Expl></Tr><Au>Pratin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαρριφᾱ́'}