Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραίνομαι
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνῡμι
διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
δίαρσις
View word page
δια-ρρῑνάομαι
δια-ρρῑνάομαιpass.contr.vbῥῑ́νη of the lid of a jarbe perforatedArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαρρῑνάομαι
Headword (normalized):
διαρρῑνάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαρριναομαι
IDX:
9016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9017
Key:
διαρρῑνάομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-ρρῑνάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-ρρῑνάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ῥῑ́νη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of the lid of a jar</Indic><Tr>be perforated</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαρρῑνάομαι'}