Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρμόζω
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραίνομαι
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνῡμι
διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
διαρρώξ
View word page
διαρρῑ́μματα
διαρρῑ́μματατωνn.plδιαρρῑ́πτω leaping aboutof houndsX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαρρῑ́μματα
Headword (normalized):
διαρρῑ́μματα
Headword (normalized/stripped):
διαρριμματα
IDX:
9015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9016
Key:
διαρρῑ́μματα

Data

{'headword_display': '<b>διαρρῑ́μματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαρρῑ́μματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>διαρρῑ́πτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>leaping about<Expl>of hounds</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαρρῑ́μματα'}