Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίαρμα
διαρμόζω
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραίνομαι
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνῡμι
διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρρύδᾱν
View word page
διάρρησις
διάρρησιςεωςf definitive treatmentof a topicPl.

ShortDef

explicit enactment

Debugging

Headword:
διάρρησις
Headword (normalized):
διάρρησις
Headword (normalized/stripped):
διαρρησις
IDX:
9014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9015
Key:
διάρρησις

Data

{'headword_display': '<b>διάρρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάρρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>definitive treatment<Expl>of a topic</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάρρησις'}