Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρκής
δίαρμα
διαρμόζω
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραίνομαι
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνῡμι
διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
διαρριφᾱ́
διάρρῑψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
View word page
διαρρήδην
διαρρήδηνadvδιείρω2 in detailref. to questioninghHom.expressly, explicitlyref. to making a statementAtt.orats. Pl. Men. Plb. Plu.

ShortDef

expressly, distinctly, explicitly

Debugging

Headword:
διαρρήδην
Headword (normalized):
διαρρήδην
Headword (normalized/stripped):
διαρρηδην
IDX:
9013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9014
Key:
διαρρήδην

Data

{'headword_display': '<b>διαρρήδην</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>διαρρήδην</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>διείρω<Hm>2</Hm></Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in detail</Tr><ModVb>ref. to questioning<Au>hHom.</Au></ModVb></advS1><advS1><Tr>expressly, explicitly</Tr><ModVb>ref. to making a statement<Au>Att.orats. Pl. Men. Plb. Plu.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'διαρρήδην'}