Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαρήσσω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαριθμέω
διαρήσω
διαρκέω
διαρκής
δίαρμα
διαρμόζω
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραίνομαι
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνῡμι
διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
διαρρῑ́πτω
View word page
διαρπαγή
διαρπαγήῆςfδιαρπάζω plundering, lootingHdt. Plb. Plu.

ShortDef

plundering

Debugging

Headword:
διαρπαγή
Headword (normalized):
διαρπαγή
Headword (normalized/stripped):
διαρπαγη
IDX:
9007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9008
Key:
διαρπαγή

Data

{'headword_display': '<b>διαρπαγή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαρπαγή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαρπάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>plundering, looting</Tr><Au>Hdt. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαρπαγή'}