Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαράσσω
διαρήσσω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαριθμέω
διαρήσω
διαρκέω
διαρκής
δίαρμα
διαρμόζω
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραίνομαι
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνῡμι
διαρρήδην
διάρρησις
διαρρῑ́μματα
διαρρῑνάομαι
View word page
δι-αρόω
δι-αρόωcontr.vb plough thoroughlya fieldAR.tm.

ShortDef

plough

Debugging

Headword:
διαρόω
Headword (normalized):
διαρόω
Headword (normalized/stripped):
διαροω
IDX:
9006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9007
Key:
διαρόω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αρόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-αρόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>plough thoroughly</Tr><Obj>a field<Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαρόω'}