Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπυρόω
διαπυρπαλαμάω
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαπωτάομαι
διαράσσω
διαρήσσω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαριθμέω
διαρήσω
διαρκέω
διαρκής
δίαρμα
διαρμόζω
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραίνομαι
διαρραίω
διαρρέω
View word page
διαρήσω
διαρήσωvbseeδιαρρήγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαρήσω
Headword (normalized):
διαρήσω
Headword (normalized/stripped):
διαρησω
IDX:
9001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9002
Key:
διαρήσω

Data

{'headword_display': '<b>διαρήσω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαρήσω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>διαρρήγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαρήσω'}