Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάπτωμα
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόω
διαπυρπαλαμάω
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαπωτάομαι
διαράσσω
διαρήσσω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαριθμέω
διαρήσω
διαρκέω
διαρκής
δίαρμα
διαρμόζω
διαρόω
διαρπαγή
View word page
διαρήσσω
διαρήσσωvbseeδιαρρήγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαρήσσω
Headword (normalized):
διαρήσσω
Headword (normalized/stripped):
διαρησσω
IDX:
8997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8998
Key:
διαρήσσω

Data

{'headword_display': '<b>διαρήσσω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαρήσσω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>διαρρήγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαρήσσω'}