Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτύσσω
διαπτυχαί
διαπτυχής
διαπτῡ́ω
διάπτωμα
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόω
διαπυρπαλαμάω
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαπωτάομαι
διαράσσω
διαρήσσω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαριθμέω
διαρήσω
View word page
δια-πυρόω
δια-πυρόωcontr.vb burn downa cityE.Cyc.pass.fig., of a personbe fired upfor warPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπυρόω
Headword (normalized):
διαπυρόω
Headword (normalized/stripped):
διαπυροω
IDX:
8991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8992
Key:
διαπυρόω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πυρόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πυρόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>burn down</Tr><Obj>a city<Au>E.<Wk>Cyc.</Wk></Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>fig., of a person</Indic><Def>be fired up<Expl>for war</Expl></Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπυρόω'}