Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάπρο
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτύσσω
διαπτυχαί
διαπτυχής
διαπτῡ́ω
διάπτωμα
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόω
διαπυρπαλαμάω
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαπωτάομαι
διαράσσω
διαρήσσω
διαρθρόω
View word page
δια-πυκτεύω
δια-πυκτεύωvb use one's fistsw.dat.against many peopleto get througha crowdX.

ShortDef

to spar, fight with

Debugging

Headword:
διαπυκτεύω
Headword (normalized):
διαπυκτεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπυκτευω
IDX:
8988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8989
Key:
διαπυκτεύω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πυκτεύω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-πυκτεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>use one's fists<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>against many people</Prnth>to get through<Expl>a crowd</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διαπυκτεύω'}