Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπρῑ́ομαι
διάπρο
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτύσσω
διαπτυχαί
διαπτυχής
διαπτῡ́ω
διάπτωμα
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόω
διαπυρπαλαμάω
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαπωτάομαι
διαράσσω
διαρήσσω
View word page
διάπτωμα
διάπτωμαατοςnδιαπίπτω slip, errorof an author, a copyistPlb.

ShortDef

stumble, slip

Debugging

Headword:
διάπτωμα
Headword (normalized):
διάπτωμα
Headword (normalized/stripped):
διαπτωμα
IDX:
8987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8988
Key:
διάπτωμα

Data

{'headword_display': '<b>διάπτωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάπτωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διαπίπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>slip, error<Expl>of an author, a copyist</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάπτωμα'}