Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπρεπής
διαπρέπω
διαπρεσβεῖαι
διαπρεσβεύομαι
διαπρήσσω
διαπρῑ́ομαι
διάπρο
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτύσσω
διαπτυχαί
διαπτυχής
διαπτῡ́ω
διάπτωμα
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόω
διαπυρπαλαμάω
View word page
διαπτόησις
διαπτόησιςεωςf excitementw.gen.caused by sexual feelingsPl.

ShortDef

violent excitement

Debugging

Headword:
διαπτόησις
Headword (normalized):
διαπτόησις
Headword (normalized/stripped):
διαπτοησις
IDX:
8982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8983
Key:
διαπτόησις

Data

{'headword_display': '<b>διαπτόησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαπτόησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>excitement<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>caused by sexual feelings</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαπτόησις'}