Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάπρᾱξις
διάπρᾱσις
διαπρᾱ́σσω
διαπρεπής
διαπρέπω
διαπρεσβεῖαι
διαπρεσβεύομαι
διαπρήσσω
διαπρῑ́ομαι
διάπρο
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτύσσω
διαπτυχαί
διαπτυχής
διαπτῡ́ω
διάπτωμα
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
View word page
δια-προστατεύω
δια-προστατεύωvb app.presideover an assemblyPlb.

ShortDef

continue to propose

Debugging

Headword:
διαπροστατεύω
Headword (normalized):
διαπροστατεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπροστατευω
IDX:
8979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8980
Key:
διαπροστατεύω

Data

{'headword_display': '<b>δια-προστατεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-προστατεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Qualif>app.</Qualif><Tr>preside<Expl>over an assembly</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπροστατεύω'}