Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαποστολαί
διαπρᾱγματεύομαι
διάπρᾱξις
διάπρᾱσις
διαπρᾱ́σσω
διαπρεπής
διαπρέπω
διαπρεσβεῖαι
διαπρεσβεύομαι
διαπρήσσω
διαπρῑ́ομαι
διάπρο
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτύσσω
διαπτυχαί
διαπτυχής
διαπτῡ́ω
διάπτωμα
View word page
δια-πρῑ́ομαι
δια-πρῑ́ομαιpass.vb of spears, personsbe sawn in twoAr. Pl. fig., of a personbe cut to the quick, be infuriatedNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπρῑ́ομαι
Headword (normalized):
διαπρῑ́ομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπριομαι
IDX:
8977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8978
Key:
διαπρῑ́ομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-πρῑ́ομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πρῑ́ομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of spears, persons</Indic><Tr>be sawn in two</Tr><Au>Ar. Pl.</Au> </vS1> <vS1><Indic>fig., of a person</Indic><Tr>be cut to the quick, be infuriated</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπρῑ́ομαι'}