Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπορθμεύω
διαποστέλλω
διαποστολαί
διαπρᾱγματεύομαι
διάπρᾱξις
διάπρᾱσις
διαπρᾱ́σσω
διαπρεπής
διαπρέπω
διαπρεσβεῖαι
διαπρεσβεύομαι
διαπρήσσω
διαπρῑ́ομαι
διάπρο
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτύσσω
διαπτυχαί
διαπτυχής
View word page
δια-πρεσβεύομαι
δια-πρεσβεύομαιmid.vb send around ambassadorsw. εἰς + acc.to citiesX. send ambassadorsfreq. w. πρός + acc.to someone, sts. w. περίὑπέρ + gen.to negotiate sthg.Plb. Plu.

ShortDef

to send embassies to different places

Debugging

Headword:
διαπρεσβεύομαι
Headword (normalized):
διαπρεσβεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπρεσβευομαι
IDX:
8975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8976
Key:
διαπρεσβεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-πρεσβεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πρεσβεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>send around ambassadors</Tr><PrPhr><GLbl>w. <Gr>εἰς</Gr> + acc.</GLbl>to cities<Au>X.</Au></PrPhr> </vS1> <vS1> <Tr>send ambassadors<Expl>freq. <GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>to someone, sts. <GLbl>w. <Ref>περί</Ref><or/><Ref>ὑπέρ</Ref> + gen.</GLbl>to negotiate sthg.</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπρεσβεύομαι'}