Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαποστέλλω
διαποστολαί
διαπρᾱγματεύομαι
διάπρᾱξις
διάπρᾱσις
διαπρᾱ́σσω
διαπρεπής
διαπρέπω
διαπρεσβεῖαι
διαπρεσβεύομαι
διαπρήσσω
διαπρῑ́ομαι
διάπρο
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
View word page
διάπρᾱσις
διάπρᾱσιςεωςfδιαπιπρᾱ́σκω sale, auctionw.gen.of confiscated propertyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάπρᾱσις
Headword (normalized):
διάπρᾱσις
Headword (normalized/stripped):
διαπρασις
IDX:
8970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8971
Key:
διάπρᾱσις

Data

{'headword_display': '<b>διάπρᾱσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάπρᾱσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαπιπρᾱ́σκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sale, auction<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of confiscated property</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάπρᾱσις'}