Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαποστέλλω
διαποστολαί
διαπρᾱγματεύομαι
διάπρᾱξις
διάπρᾱσις
διαπρᾱ́σσω
διαπρεπής
διαπρέπω
διαπρεσβεῖαι
διαπρεσβεύομαι
διαπρήσσω
διαπρῑ́ομαι
διάπρο
διαπροστατεύω
View word page
διάπρᾱξις
διάπρᾱξιςεωςfδιαπρᾱ́σσω accomplishment, successin politicsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάπρᾱξις
Headword (normalized):
διάπρᾱξις
Headword (normalized/stripped):
διαπραξις
IDX:
8969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8970
Key:
διάπρᾱξις

Data

{'headword_display': '<b>διάπρᾱξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάπρᾱξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαπρᾱ́σσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>accomplishment, success<Expl>in politics</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάπρᾱξις'}