Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπόντιος
διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαποστέλλω
διαποστολαί
διαπρᾱγματεύομαι
διάπρᾱξις
διάπρᾱσις
διαπρᾱ́σσω
διαπρεπής
διαπρέπω
διαπρεσβεῖαι
διαπρεσβεύομαι
διαπρήσσω
διαπρῑ́ομαι
διάπρο
View word page
δια-πρᾱγματεύομαι
δια-πρᾱγματεύομαιmid.vb occupy oneself withan argumentPl.the cause of sthg.Pl. earnw.acc.sthg.by tradingNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπρᾱγματεύομαι
Headword (normalized):
διαπρᾱγματεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπραγματευομαι
IDX:
8968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8969
Key:
διαπρᾱγματεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-πρᾱγματεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πρᾱγματεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>occupy oneself with</Tr><Obj>an argument<Au>Pl.</Au></Obj><Obj>the cause of sthg.<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>earn<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>sthg.</Prnth>by trading</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπρᾱγματεύομαι'}