Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
διαπονήματα
διάπονος
διαπόντιος
διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαποστέλλω
διαποστολαί
διαπρᾱγματεύομαι
διάπρᾱξις
διάπρᾱσις
διαπρᾱ́σσω
διαπρεπής
διαπρέπω
View word page
διαπόρησις
διαπόρησιςεωςf state of uncertaintyabout what to doPlb.

ShortDef

doubting, perplexity

Debugging

Headword:
διαπόρησις
Headword (normalized):
διαπόρησις
Headword (normalized/stripped):
διαπορησις
IDX:
8963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8964
Key:
διαπόρησις

Data

{'headword_display': '<b>διαπόρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαπόρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>state of uncertainty<Expl>about what to do</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαπόρησις'}