Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
διαπονήματα
διάπονος
διαπόντιος
διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαποστέλλω
διαποστολαί
διαπρᾱγματεύομαι
διάπρᾱξις
διάπρᾱσις
διαπρᾱ́σσω
διαπρεπής
View word page
διαπόρημα
διαπόρημαατοςn philos.difficulty, problem, questionArist.

ShortDef

vexed question

Debugging

Headword:
διαπόρημα
Headword (normalized):
διαπόρημα
Headword (normalized/stripped):
διαπορημα
IDX:
8962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8963
Key:
διαπόρημα

Data

{'headword_display': '<b>διαπόρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαπόρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>philos.</Indic><Tr>difficulty, problem, question</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαπόρημα'}