Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
διαπονήματα
διάπονος
διαπόντιος
διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαποστέλλω
διαποστολαί
διαπρᾱγματεύομαι
διάπρᾱξις
View word page
διαπορείᾱ
διαπορείᾱᾱςfδιαπορεύομαι protracted coursew.gen.of an argumentPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπορείᾱ
Headword (normalized):
διαπορείᾱ
Headword (normalized/stripped):
διαπορεια
IDX:
8959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8960
Key:
διαπορείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διαπορείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαπορείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαπορεύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>protracted course<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of an argument</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαπορείᾱ'}