Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
διαπονήματα
διάπονος
διαπόντιος
διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαποστέλλω
διαποστολαί
διαπρᾱγματεύομαι
View word page
δια-πόντιος
δια-πόντιοςονadj of a land, war, campaign, dangeracross the sea, overseasA. Th. X. Plb. Plu.quasi-advbl., of a person sailingacross the seaTheoc.of a person commanding troopsoverseasPlu.

ShortDef

beyond sea

Debugging

Headword:
διαπόντιος
Headword (normalized):
διαπόντιος
Headword (normalized/stripped):
διαποντιος
IDX:
8958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8959
Key:
διαπόντιος

Data

{'headword_display': '<b>δια-πόντιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δια-πόντιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a land, war, campaign, danger</Indic><Tr>across the sea, overseas</Tr><Au>A. Th. X. Plb. Plu.</Au></aS1><aS1><Indic>quasi-advbl., of a person sailing</Indic><Tr>across the sea</Tr><Au>Theoc.</Au><aS2><Indic>of a person commanding troops</Indic><Tr>overseas</Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'διαπόντιος'}