Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαποθνῄσκω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
διαπονήματα
διάπονος
διαπόντιος
διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαποστέλλω
διαποστολαί
View word page
διά-πονος
διά-πονοςονadjπόνος of soldiers, their bodiesused to hard work, hardenedPlu. διαπόνωςadv laboriously, with difficultyref. to learningPlu.

ShortDef

exercised

Debugging

Headword:
διάπονος
Headword (normalized):
διάπονος
Headword (normalized/stripped):
διαπονος
IDX:
8957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8958
Key:
διάπονος

Data

{'headword_display': '<b>διά-πονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διά-πονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of soldiers, their bodies</Indic><Tr>used to hard work, hardened</Tr><Au>Plu.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>διαπόνως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>laboriously, with difficulty</Tr><ModVb>ref. to learning<Au>Plu.</Au></ModVb></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'διάπονος'}