Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπνέω
διαποθνῄσκω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
διαπονήματα
διάπονος
διαπόντιος
διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαποστέλλω
View word page
διαπονήματα
διαπονήματατωνn.pl hard workby builders, soldiersPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπονήματα
Headword (normalized):
διαπονήματα
Headword (normalized/stripped):
διαπονηματα
IDX:
8956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8957
Key:
διαπονήματα

Data

{'headword_display': '<b>διαπονήματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαπονήματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>hard work<Expl>by builders, soldiers</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαπονήματα'}