Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπλίσσομαι
διάπλοος
διαπλώω
διαπνέω
διαποθνῄσκω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
διαπονήματα
διάπονος
διαπόντιος
διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
View word page
δια-πολῑτεύομαι
δια-πολῑτεύομαιmid.vb of personsbe political rivalsAeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπολῑτεύομαι
Headword (normalized):
διαπολῑτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπολιτευομαι
IDX:
8953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8954
Key:
διαπολῑτεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-πολῑτεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πολῑτεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons</Indic><Tr>be political rivals</Tr><Au>Aeschin.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπολῑτεύομαι'}