Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διάπλοος
διαπλώω
διαπνέω
διαποθνῄσκω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
διαπονήματα
διάπονος
διαπόντιος
διαπορείᾱ
διαπορεύομαι
διαπορέω
διαπόρημα
View word page
δια-πολιορκέω
δια-πολιορκέωcontr.vb of attacking troopssee a siege through to the endTh.

ShortDef

to besiege continually, to blockade

Debugging

Headword:
διαπολιορκέω
Headword (normalized):
διαπολιορκέω
Headword (normalized/stripped):
διαπολιορκεω
IDX:
8952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8953
Key:
διαπολιορκέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πολιορκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πολιορκέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of attacking troops</Indic><Tr>see a siege through to the end</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπολιορκέω'}