Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διάπλοος
διαπλώω
διαπνέω
διαποθνῄσκω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
διαπονήματα
διάπονος
διαπόντιος
διαπορείᾱ
View word page
δια-ποίκιλος
δια-ποίκιλοςονadjποικίλος of a songelaborate, intricateScol.

ShortDef

variegated

Debugging

Headword:
διαποίκιλος
Headword (normalized):
διαποίκιλος
Headword (normalized/stripped):
διαποικιλος
IDX:
8949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8950
Key:
διαποίκιλος

Data

{'headword_display': '<b>δια-ποίκιλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δια-ποίκιλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποικίλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a song</Indic><Tr>elaborate, intricate</Tr><Au>Scol.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαποίκιλος'}