Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπιστέω
διαπλάττω
διαπλατῡ́νω
διαπλέκω
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διάπλοος
διαπλώω
διαπνέω
διαποθνῄσκω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
διαπομπή
διαπονέω
View word page
διαπλώω
διαπλώωIon.vbseeδιαπλέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπλώω
Headword (normalized):
διαπλώω
Headword (normalized/stripped):
διαπλωω
IDX:
8945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8946
Key:
διαπλώω

Data

{'headword_display': '<b>διαπλώω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαπλώω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>διαπλέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαπλώω'}